ἀτενίσω

ἀτενίσω
ἀ̱τενίσω , ἀτενίζω
look intently
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀτενίζω
look intently
aor subj act 1st sg
ἀτενίζω
look intently
fut ind act 1st sg
ἀτενίζω
look intently
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • ατενίζω — ισα 1. κοιτάζω κάποιον με προσηλωμένο σ αυτόν το βλέμμα: Δεν του μίλησε, αλλά τον ατένισεμε αυστηρότητα. 2. βλέπω, αποβλέπω: Ελπίζω να μην τον ατενίσω πια τον άνθρωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”